- αψάρευτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν ψαρεύτηκε: Βρήκαν πολύ ψάρι, γιατί το μέρος ήταν αψάρευτο.2. εκείνος από τον οποίο δεν αποσπάστηκε ή δεν μπορεί να αποσπαστεί επιτήδεια κάποιο μυστικό, κάποια ομολογία: Γρήγορα κατάλαβε πως εκείνος που πήγαινε να ψαρέψει ήταν αψάρευτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.